Πέμπτη

πίσω στα ανακουφιστικά μου και τέλος η βρώμη

  

            κλειδώνω γρήγορα την πάνω και την κάτω κλειδαριά

τρέχω προς το αυτοκίνητο

τρέχω και παρακαλάω να μη με πιάσει το φανάρι της Πόντου

σκέφτομαι αν χρειάζομαι κάτι απ' έξω και αν οι προμήθειές μου επαρκούν ώστε να μη ξαναχρειαστεί να βγω από το σπίτι

τρέχω και βλέπω μόνο τα ίδια και ξανά τα ίδια

τον κρεμασμένο ανανά στον καθρέφτη μου

το καρφωμένο μαχαίρι στο παντζούρι στο εγκαταλελειμμένο 

δίπλα στον φούρνο

το αναρριχώμενο στο άλλο εγκαταλελειμμένο δίπλα στη ΔΕΗ

βλέπω αλλά τρέχω

το κουρτινάκι στο χαμηλό σπίτι με τις πλαστικές καρέκλες

τις πρασινάδες στο διάζωμα

τα λουλούδια που θα μου χαρίσει η κυρία Πόπη με τις γάτες

τρέχω αλλά βλέπω

τα απλωμένα βέτεξ του κυρίου Αρη στην πράσινη πολυκατοικία

κάθε φορά απλωμένα με την ίδια σειρά

βλέπω τους γλάρους που ρεμβάζουν μόνιμα 

από το περβάζι του ρετιρέ απέναντι

την αντανάκλαση του ήλιου στον ηλιακό


τρέχω και βλέπω και στέλνω τρυφερά άηχα φιλιά σε όλα τα καθημερινά

στην πυλωτή την βρίσκω πάλι ξαπλωμένη να δροσίζεται στο τσιμέντο

της βάζω φρέσκο νερό και της δίνω το βρασμένο αυγό που δεν έφαγα

τρέχω στις σκάλες κάνοντας μια στάση να λύσω τα λουράκια από τα σανδάλια Νο 40 που παρέα ζυγίζουν πέντε κιλά

έξω από την πόρτα παρακαλάω να μην έχω ξεχάσει το κλειδί

στην κρυφή θήκη του αυτοκινήτου

ξεκλειδώνω και ανυπομονώ να πάω στα ανακουφιστικά μου

η φρίντα με περιμένει πάνω στο ψάθινο χαλί

την παίρνω αγκαλιά με το δεξί χέρι και της δίνω τρυφερά ηχηρά φιλιά

ανοίγω την μπροστά μπαλκονόπορτα και το πίσω παράθυρο να ανεμίσουν οι κουρτίνες και να δουλέψει το κρεμαστό γκλιν γκλον πάνω από το κρεβάτι

μεταφέρω το λάπτοπ στο φως

ακούω τα δάχτυλα του λουγκάνσκι μου

γδύνομαι και τρέχω να πλυθώ

το νερό είναι το νούμερο ένα ανακουφιστικό

η κυρία Λουκία μου το έλεγε πάντα 

όταν είσαι καθαρός όλα γίνονται πιο εύκολα

σαπουνίζομαι ολόκληρη δύο φορές 

αχχ κυρία Λουκία μου να ήμασταν κοντά να σου έβαζα να ακούσεις τον γκουρτζίεφφ μου και να κλαίγαμε συντροφιά

για όλα (θα) κλαίγαμε

εγώ πια δεν κλαίω γιατί βουλώνει η μύτη και παθαίνω πανικό

τις νύχτες που βουλώνει παθαίνω ημιπανικό γιατί πλέον γνωρίζω

και αλλάζω πλευρό

(ευτυχώς κλαίει το αίμα μου)

αλλά αν είμαστε μαζί το ξέρω εσύ θα με ανακουφίσεις

ήσουν κι εσύ το ανακουφιστικό μου κυρία Λουκία

οι βόλτες μας στη θάλασσα που μαζεύαμε σπασμένα πλακάκια για το επιτοίχιο ψηφιδωτό σου

σαν τρελές κάναμε όταν βρίσκαμε χρωματιστά ή λουλουδένια

και ψάχναμε γύρω γύρω σκυμμένες γιατί σκεφτόμασταν 

"δε γίνεται! εδώ κοντά θα έχει κι άλλα από το ίδιο πλακάκι!"

θέλαμε να ενώσουμε την οικογένεια κυρία Λουκία

έτσι ψάχναμε γύρω γύρω και για λίγη λογική μες στον παραλογισμό

θυμάσαι τότε που είχα βουτήξει τα πόδια στην παγωμένη ανταριασμένη μαρτιάτικη θάλασσα για να σου φέρω το ημιζωντανό κεφαλόπουλο

(που σχεδόν μόνο του είχε μπει μες στον κουβά - αν θυμάσαι- 

θυμήσου! θυμήσου!) 

και ήταν μεγάλο τόσο που είχατε χορτάσει δυο άνθρωποι

σε χόρτασα κυρία Λουκία και ήμουν χαρούμενη και περήφανη

και σε θαύμαζα και σε αγαπούσα που κατάφερες να γεννήσεις 

και να μεγαλώσεις εκείνον τον άνθρωπο

μα τώρα πού είσαι ν' ακούσουμε τον μέντελσόν μου


ο γιατρός μου είπε να μάθω να θυμώνω

μόνο ο θυμός γλιτώνει από τη θλίψη το άγχος και τον πανικό

έτσι μου είπε ο γιατρός

δεν ξέρω να θυμώνω κυρία Λουκία

από ποιον ομφάλιο λώρο τρέφεται ο θυμός

δεν θυμώνω μα έχω ξεκινήσει την επανάστασή μου

έχω αποφασίσει πια να χρησιμοποιώ σαπούνι μυρωδάτο δίχως βρώμη και να τρώω λαχταριστό πρωινό δίχως βρώμη και να κοιμάμαι δίχως να βλέπω εφιάλτες με τις εμμονικές αλαζονικές βρώμες που με συκοφαντούσαν

βοήθησε και που η πιο βρωμερή κακομοίρα του πλανήτη που -από μόνη της- δεν έχει αγαπήσει τίποτα στον εαυτό της και πασχίζει -από μόνη της- διαχρονικά να τον αλλάξει και να γίνει -από μόνη της- μια άλλη είχε το θράσος να κλέψει -από μόνη της- μια χιονισμένη φωτογραφία και να τη μοιραστεί -από μόνη της- ως δική της σαν καλή θιτσο-ινφλουένσερ που είναι και το μόνο που ξέρει να κάνει καλά πια είναι να προσφέρει απλόχερα υλικό κλειδαρότρυπας -από μόνη της- και να μοιράζει επίσης ευχαριστίες και καρδιές στις κολακείες των ψηλόλιγνων ποιητών που εσχάτως χάφτουν τα ψέμματά της ενώ παλιότερα τους είχε βλάψει και εκείνους -από μόνη της- και ξεφτιλίστηκε απολύτως -από μόνη της- όταν έγραψε δημόσια ότι όχι μόνο ήταν δική της η λήψη από άλλη πόλη μα είχε και την εκτύπωση και γελοιοποιήθηκε -από μόνη της- για μια ακόμη φορά και απέδειξε -από μόνη της- πόσα σκατά κουβαλάει και πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει κι εγώ εκείνη τη φορά δε χρειάστηκε να κάνω τίποτε κυρία Λουκία μου

μόνο να πλυθώ δυο φορές με το καινούριο μου σαπούνι και να φυλάξω τις αποδείξεις μαζί με τις υπόλοιπες και εκείνες των άλλων θυμάτων της για να πάνε όλες μαζί εκεί που πρέπει να πάνε αν υποστούμε ξανά εκφοβισμό ή δεχτούμε απειλή από την καημένη που καυλώνει σταθερά να φαντασιώνεται πως την αντιγράφουν και δεν ντρέπεται να ξεστομίζει πως βλέπει παντού κλώνους της και πως όλοι θέλουν να είναι εκείνη εκτός από τον εαυτό της




τώρα θα σε αφήσω για να ξεκινήσω την ανακουφιστική μου 

απογευματινή ρουτίνα 

απόψε ξανά στα μέσα ανακουφιστικά μου γιατί πριν καιρό που ήθελα τα έξω  και πήγα καλεσμένη σε εκείνη την παρουσίαση βιβλίου κόντεψα να ξεράσω από την αταιριασιά και την ασχήμια που αντίκρυσα

θα φάω την απογευματινή μου πουτίγκα καραμέλα

θα συνεχίσω το σάλι-ανανά που μου έμαθε η φίλη μου η κική 

θα ερωτεύομαι τον άλμπερτ ξανά και ξανά 

θα γελάω απ' έξω μου με τον δόκτορα ζόιντμπεργκ 

θα κλαίω από μέσα μου με τον ραχμάνινοφφ

θα ψευτομετράω θα ψευτοτραγουδάω και θα αληθοανακουφίζομαι


κυρία Λουκία

και την ημέρα και το απόγευμα και το ξημέρωμα και πάντα 

παραμένω η νύχτα με το μαύρο νυχτικό που έχει τρυπήσει

μα εγώ θέλω να το φοράω παντού πάντοτε να γίνει η στολή μου 

και θέλω να ακούω νανουρίσματα με τον πρωινό μου καφέ







σε αγαπάω πάντα και μου λείπεις πιο πάντα και τέλος η βρώμη

Σάββατο

πίσω στα δικά μου ΙΙ

 κολίτιδα

περπατήτιδα

ανοσμήτιδα

αγευσήτιδα

πιανίτιδα

περιοδοντίτιδα

πονήτιδα

ανυπομονήτιδα

υπομονήτιδα

απομονήτιδα

εμμονήτιδα

δερματίτιδα

ασουζήτιδα

ανικανοποιήτιδα

αυτοναρκοθετήτιδα

χολοκυστίτιδα

δυστυχήτιδα

ανυπαρξήτιδα

αγχωτήτιδα

αδιεξοδήτιδα

μοναξήτιδα

φυγήτιδα

μπουκωμενήτιδα

αϋπνήτιδα

θαλασσήτιδα

βουνήτιδα

ημικρανήτιδα

εφιαλτήτιδα

καυλήτιδα

αποβλακίτιδα

φοβήτιδα

βουλημίτιδα

ιγμορίτιδα

φλογίτιδα

τραμπουκισμενήτιδα

ισχιαλγίτιδα

τυφλήτιδα

θλιψήτιδα

μνημήτιδα

παρανοϊκήτιδα

μισοφωνήτιδα

δεντρίτιδα

κολποτραχηλίτιδα

φλουτικαζονήτιδα

λυπήτιδα

αλογίτιδα

πενθίτιδα

απελπισίτιδα

απογνωσήτιδα

απογνωσήτιδα






he, like me, is haunted by his heart



[...]
I am who I am, as
you are who you are: you live in me
and I live in you, to and for you
I love the necessary clarity of our mutual puzzle
I am yours when I overflow the night
but I am not a land
or a journey
I am a woman, no more and no less
[...]


Blue crystal fire
Blue crystal fire
Burn brightly in me
Burn brightly in me
In me my love
💙

δεν ξέρω αλλά ξέρω

ξέρω

αν δεν είχες μάτια θα μ' ερωτευόσουν

ξέρω

οι λέξεις σου θα κάνουν ηχώ στο στομάχι μου για πάντα

ξέρω

οι δικές μου λέξεις πυκνώνουν γιατί τις φυλάω πιο μέσα μου

ξέρω

όσα βήματα κι αν κάνω δεν θα σε φτάσω-αλλά [θα] τα κάνω

δεν ξέρω αλλά ξέρω

στη Σαλονίκη είχα έρθει για να σπουδάσω τους ανθρώπους που πετάνε τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις

ήξερα πάντοτε να καλωσορίζω από μικρούλα αυτό ήταν εύκολο για μένα

 τα ντασβιντάνιια τα αουφβίντερζεεν και όλα τα αντίο του κόσμου με διέλυσαν όμως μια για πάντα και ακόμη πιο πάντα θα προσπαθώ να γίνω ολόκληρη αλλά σιγά μη γίνω δεν θα γίνω κανείς δεν γίνεται ποτέ

στους αποχαιρετισμούς κόβομαι

καρδοραγίζω και κόβομαι στ αλήθεια δηλαδή

ένα κομμάτι μου ακολουθεί οριστικά εκείνον που φεύγει είτε είναι άνθρωπος είτε χταπόδι

έτσι αν κάποια στιγμή με ψάξεις θα βρεις κομμάτια μου στην Κόδρου και στη βόρεια Πελοπόννησο αλλά και στη νότια και στην Αυστραλία και στην Κερκίνη και στην Κρήτη και στον Όλυμπο και στη Σαμαρκάνδη ναι ακόμη και στη Σαμαρκάνδη


τότε στο πρώτο τριγωνικό δωμάτιο με το ξύλινο πάτωμα του 1970κάτι που προσπαθούσα διακαώς να αφήνω τη μέρα έξω

είδα τη Θυσία δύο φορές συνεχόμενα και τα μάτια μου έγιναν μούσκεμα κι εγώ για πρώτη φορά ασθματική και μέσα έξω μούσκεμα και μες στην αγωνία γιατί η συνειδητοποίηση της μη αυθυρπαξίας του παρόντος έπεσε με φόρα πάνω στο στήθος μου και είχε το βάρος ενός πιάνου και μ έπιασε η γνωστή μανία και άρχισα να πετάω ρούχα στη βαλίτσα έπεφταν και τα δάκρυά μου μέσα αλλά τη στιγμή που τα πόδια μου πάτησαν στο αχανές χωλ στο μωσαϊκό του 1970κάτι την άφησα κάτω βαριά και απελπισμένα και κοιτώντας τη λάμπα πάνω από το κεφάλι μου διαπίστωσα πως δεν είχα πού να πάω και τότε έγινε ξαφνική φωτιά στο κεφάλι αλλά αμέσως μετά ησυχία και παύση και μέσα και έξω όσο στάθηκα εκεί ένας αιώνας ήτανε

το πρώτο πράγμα που είχα στον νου μου μισήκάτι ζωή πίσω όταν μπήκα στο πρώτο παρα-ξένο σπίτι σ εκείνο τον μεγάλο δρόμο με τα μπουζουξίδικα και τα καταστήματα αθλητικών ειδών και τα πολλά αυτοκίνητα που μ ενοχλούσαν αλλά μετά δεν μ ενοχλούσαν όπως ακριβώς συνέβη δηλαδή και στο τωρινό που στην αρχή με ενοχλούσαν τα αεροπλάνα μα τώρα δεν τα ακούω ήταν να ζωγραφίσω στον τοίχο που θα αντίκρυζα όταν θα πρωτοάνοιγα τα μάτια μου δύο ηλιοτρόπια με θεσπέσια πελώρια πρασινωπά φύλλα 

χρειάστηκε να ζητήσω την άδεια της ιδιοκτήτριας την πήρα κι έτσι στη γωνία απέναντι από την μπαλκονόπορτα εκεί που για λίγα λεπτά έμπαινε μέσα στο σπίτι λίγο σαλονικιώτικο φως έφτιαξα δύο γιγαντιαία ηλιοτρόπια ίσαμε το μπόι μου

έπειτα ήθελα οι φωτογραφίες μου να έχουν κορνίζες μα τα χρήματα δεν έφταναν οπότε γέμισα τον τοίχο πάνω από τον λουλουδάτο καναπέ με διαφόρων μεγεθών ζωγραφιστά ασχημόμορφα δισδιάστατα κάδρα

αργότερα αποφάσισα πως στο παράθυρο ανάμεσα στην κουζίνα και την κρεβατοκάμαρα θα ζωγράφιζα γλάρους γιατί έτσι πίστευα ότι θα έπαυαν να μοιάζουν όλα τόσο γήινα και θλιβερά

το ψυγείο το παλιό της μαμάς στο δικό μου σπίτι είχε γίνει μπλε με χρυσόψαρα κοράλια και ανεμώνες γιατί από χρόνια είχα αποφασίσει πως είμαι λίγο ψάρι κι εγώ η ίδια ευχόμουν λοιπόν πως τα χρυσόψαρα δεν ζουν μοναχά στις γυάλες και στα ενυδρεία μα και στα ψυγεία και μετά χρειάστηκε επίσης να πάρω απόφαση πως είμαι και λίγο κότα γιατί ο φόβος δεν μου επέτρεπε ν αφήσω τη δική μου γυάλα

αλλά όταν την άφησα, την άφησα για τα καλά αφού τότε είχα πού να πάω

και περι-πλανήθηκα πάρα πολύ εκεί που έχει πολλή σημασία η ζώη με αιώνιους βράχους και λίμνες και ποτάμια και γύρω γύρω θάλασσα και περπάτησα εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα στα Πομακοχώρια σκόνταφτα και μάτωνα τα γόνατά μου και έκανα λίγες φορές τον γύρο του κόσμου με ματωμένα γόνατα και δεν κλαψούριζα ούτε μια φορά και περίμενα ατέλειωτες ώρες στα παγκάκια σε εκκλησιαστικές αυλές γιατί παντού τριγύρω ήταν αθεοσκότεινα και όταν χρειαζόταν να περιμένω πιο πολύ με χάιδευα λίγο και είχα συντροφιά μου την Olympus που μου έδινε φωνή χωρίς να χρειάζεται να μιλάω και είχε ξεκινήσει η συλλογή με τα μοναχικά δέντρα μου και τα Τρίκορφα και τα Δίλοφα και τους Μούδρους και τα θεριζοαλωνιστικά στο ηλιοβασίλεμα και τα κουρτινάκια στα παράθυρα και δεν πείραζε καθόλου που η ζωή τότε δεν είχε συντεταγμένες και η σκληρή βαλίτσα μου έκανε θόρυβο πάνω στα πλακόστρωτα κι έβγαιναν όλοι στα παράθυρα να με καλωσορίσουν και μου έλεγαν "αα τι όμορφο μπλε φουστάνι" και έγινα φίλη με όλες τις εξωτικές γάτες και μιλούσα πολύ εκείνον τον καιρό και ακουγόμουν και ψάρευα και κολυμπούσα γυμνή ανέμελη και άπληστη στη δική μου παραλία δίπλα στο Αζάπικο και χάριζα τα ψάρια στους τσέχους φίλους μου και όταν χανόμουν στους χωματόδρομους πάλι δεν πείραζε έπιανα κουβέντα με τα αγριοκάτσικα και τα αγριοπρόβατα και ακούμπησα τη διέγερση και τα δάκρυά μου πάνω σε όλες τις πέτρες και όπου πατούσα πατούσα γερά και με τα δυό μου πόδια αποκλείστηκα με χιόνια και μποφόρια στη Σκύρο τους Φεβρουάριους έτρωγα αστακούς και γλυκό του κουταλιού λεμονανθό και η συλλογή πλούτιζε με πανέμορφους γάιδαρους και τις νύχτες γινόμουν ντιτζέισα για τους δυστυχείς φαντάρους και τον Γιώργο που έλεγε "μη φύγεις, μη φύγεις" κι εγώ έφευγα έφευγα και τους Μάιους γινόμουν εξωτική με μαύρα μάτια που είχαν πυρετό είχα κάνει τον γύρο της Ύδρας σαρανταδύο φορές μέχρι να βρω το σπίτι δυτικό ήταν το σπίτι με αυλή και ιδιωτικότητα και σιωπή και δέντρα και πέτρινο τοίχο ολόγυρα για την ακρίβεια πέτρα παντούπαντού αλλά όχι μαύρη εκεί μας είχα φανταστεί να ζούμε ευτυχισμένοι στον μικροπλανήτη μας εμένα να ποτίζω τα λουλούδια και να χρωματίζω γλάστρες ξυπόλητη φορώντας το λευκό φουστάνι με τα άπειρα μικροσκοπικά κουμπάκια από το στήθος μέχρι τη γάμπα κι από μέσα τα μπούτια μου να είναι μουτζουρωμένα με κάρβουνο κι εσένα να βγαίνεις με τη γενειάδα σου για να με φιλήσεις και το στόμα σου να έχει γεύση από τσιγάρο ίλιγγο και αποδοχή όπως εκείνο το Σάββατο με τις αρρυθμίες στον χαρούμενο καναπέ μπορεί να κάνω και ανεπανόρθωτο λάθος ο χρόνος θα δείξει δείχνει δηλαδή


η ματριόσκα μου είναι ίδια με της Κ. μα η δική μου έχει ψωρίαση

τη χαιδεύω κάθε νύχτα και δεν παύει να έχει ψωρίαση

ούτε εγώ

μερικές φορές όταν με χάιδευες δεν είχα

ή ήταν σαν να μην είχα

ίσως και να το ονειρεύτηκα

εσύ ονειρεύεσαι;

με ονειρεύεσαι;

δεν ξέρω αλλά ξέρω



https://www.youtube.com/watch?v=G72LtsMiHis


ο κόσμος (μου) είναι θολός ή αλλιώς 52

στα όνειρά μου πάντα ήμουν δέντρο

ύστερα στα όνειρά μου έγινα άλογο

στα όνειρά μου είμαι η πιο μοναχική φάλαινα του κόσμου


ο κόσμος μου ήταν θολός από τα δάκρυα

(βλέπω τον ήλιο)

τον κόσμο μου τον θόλωσε η αλμύρα

(να δω τον ήλιο)

ο κόσμος (μου) είναι θολός

(να δω τον ήλιο)

ο κόσμος είναι θολός

έξω εκεί ο κόσμος πάντα θα είναι θολός



Τρίτη

I carry your heart (I carry it in my heart)

you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me you live on in me

πίσω στα δικά μου

πίσω στα άθλια πλακάκια

πίσω στην ξυπολυσιά μου

πίσω στην ξεβρακωσιά μου

πίσω στις φλοκάτες τις ξυρισμένες και τις αξύριστες

πίσω στα παχύφυτά μου που δεν πέθαναν

πίσω στους περιπάτους κοντά στη θάλασσα μα με λιγότερη θάλασσα

πίσω στις νύχτες μου

πίσω στην αναβλητική ανυπομονησία μου

πίσω στα πινέλα μου και το καβαλέτο μου

πίσω στα καζανάκια και τα σκατά των άλλων

πίσω στα γκνταπ γκντουπ της αποπάνω και του πιο πάνω

πίσω στις κατσαρόλες για έναν

πίσω στο προβληματικό ντουί του χωλ

πίσω στον νιπτήρα που τρέχει και δεν τρέχει τίποτα

πίσω στα μεταμεσονύκτια ντους

πίσω στην αναμονή

πίσω στην υπομονή

πίσω στο καταμόνη

πίσω στους ύπνους με την τριχωτή μου φιλενάδα

πίσω στις νότες μου και τα ριπίτ μου

πίσω στην Δ που αγαπά να διαβάζει

πίσω στην Ε που αγαπά να περπατά

πίσω στην άλλη Ε που αγαπάει εμένα όταν κάνω 'ουφ'

πίσω στον αιμάτινο τοίχο

πίσω στον απέναντι χωρίς την απέναντι

πίσω στη ροδιά που είναι πιο ψηλή από μένα

πίσω στο αχρηστευμένο λεβητοστάσιο στο οποίο κρύβεται η Σούζα και κάνει τα γόνατά μου σαγρέ

πίσω στη μαρία

πίσω στο να ξαναείμαι αόρατη

πίσω στο να μη με ψάχνει κάποιος

πίσω στα δικά μου ψαξίματα

πίσω στο να παλεύω με τα ριχτάρια

πίσω στο να μη ξέρω πού να χώσω τη γάστρα

πίσω στο όποτε θέλω εγώ

πίσω στο φλοράλ απαλό μαξιλάρι που ακουμπάω το κεφάλι μου

πίσω στους εφιάλτες

πίσω στο ούλωφ πάλμε με τα τρομακτικά δέντρα

πίσω στον περιφερειακό που απεχθάνομαι

πίσω στην άβολη στάση

πίσω σε όσα περίσσεψαν

πίσω στους πόνους στο ισχίο

πίσω στη σιωπή

πίσω στις μονόφθαλμες γάτες που τρίβονται στα πόδια μου

πίσω στις βιντεοκλήσεις που σιχαίνομαι

πίσω στον λιναρόσπορο που κάνει καλό

πίσω στην αμφιβολία που κάνει κακό

πίσω στην άγνοια που κάνει ό,τι αποφασίσουμε

πίσω στην λάμπα που κάνει λίγο πράσινο τον τοίχο που θέλω να βάψω πράσινο και γι' αυτό την αγαπάω λίγο περισσότερο

πίσω στην ίδια διαδρομή

πίσω στην πλεκτή κουβέρτα που μ' έκανε να αγαπήσω το κίτρινο και είναι η μοναδική που με ζεσταίνει μέχρι μέσαμέσα

πίσω στην μπαλκονόπορτα που έφτιαξε ο μάστορας μα ακόμη συμπεριφέρεται σαν χαλασμένη

πίσω στον ακάλυπτο που είναι η αγαπημένη μου θέα και μόνο εκείνος με περίμενε οπότε κάθε ξημέρωμα ανοίγω το παράθυρο και του ψιθυρίζω:

έι, ήρθα



Πέμπτη

I wear my heart on my skin

Вот и лето прошло,
Словно и не бывало.
На пригреве тепло.
Только этого мало.

Все, что сбыться могло,
Мне, как лист пятипалый,
Прямо в руки легло,
Только этого мало.


Понапрасну ни зло,
Ни добро не пропало,
Все горело светло,
Только этого мало.

Жизнь брала под крыло,
Берегла и спасала,
Мне и вправду везло.
Только этого мало.


Листьев не обожгло,
Веток не обломало...
День промыт, как стекло,
Только этого мало.


Арсений Тарковский









Σάββατο

bird of my heart don't cry I'll feed you the seed of love


 I broke off a branch from love

buried the dead in the earth

now look

my garden has blossomed


it is not possible to kill love

if you bury her in the earth

she grows back

if you throw her in the air

she leafs with wings

if into the water

she flashes with gill

if into the night

she shines


so I wished to bury her in my heart

but the heart became a home for my love

my heart opened its heart doors

and rang its heart walls with song

my heart danced on tiptoe


so I buried my love in my head

and the people asked

why is my head the shape of a flower

and why do my eyes shine like two stars

and why are my lips redder than dawn

I grasped love so as to smash it up

but supple it was and braided my hands

and people ask my hands tied by love

whose captive am I


https://www.youtube.com/watch?v=r6_Guk_QB44