ξέρω
αν δεν είχες μάτια θα μ' ερωτευόσουν
ξέρω
οι λέξεις σου θα κάνουν ηχώ στο στομάχι μου για πάντα
ξέρω
οι δικές μου λέξεις πυκνώνουν γιατί τις φυλάω πιο μέσα μου
ξέρω
όσα βήματα κι αν κάνω δεν θα σε φτάσω-αλλά [θα] τα κάνω
δεν ξέρω αλλά ξέρω
στη Σαλονίκη είχα έρθει για να σπουδάσω τους ανθρώπους που πετάνε τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις
ήξερα πάντοτε να καλωσορίζω από μικρούλα αυτό ήταν εύκολο για μένα
τα ντασβιντάνιια τα αουφβίντερζεεν και όλα τα αντίο του κόσμου με διέλυσαν όμως μια για πάντα και ακόμη πιο πάντα θα προσπαθώ να γίνω ολόκληρη αλλά σιγά μη γίνω δεν θα γίνω κανείς δεν γίνεται ποτέ
στους αποχαιρετισμούς κόβομαι
καρδοραγίζω και κόβομαι στ αλήθεια δηλαδή
ένα κομμάτι μου ακολουθεί οριστικά εκείνον που φεύγει είτε είναι άνθρωπος είτε χταπόδι
έτσι αν κάποια στιγμή με ψάξεις θα βρεις κομμάτια μου στην Κόδρου και στη βόρεια Πελοπόννησο αλλά και στη νότια και στην Αυστραλία και στην Κερκίνη και στην Κρήτη και στον Όλυμπο και στη Σαμαρκάνδη ναι ακόμη και στη Σαμαρκάνδη
τότε στο πρώτο τριγωνικό δωμάτιο με το ξύλινο πάτωμα του 1970κάτι που προσπαθούσα διακαώς να αφήνω τη μέρα έξω
είδα τη Θυσία δύο φορές συνεχόμενα και τα μάτια μου έγιναν μούσκεμα κι εγώ για πρώτη φορά ασθματική και μέσα έξω μούσκεμα και μες στην αγωνία γιατί η συνειδητοποίηση της μη αυθυρπαξίας του παρόντος έπεσε με φόρα πάνω στο στήθος μου και είχε το βάρος ενός πιάνου και μ έπιασε η γνωστή μανία και άρχισα να πετάω ρούχα στη βαλίτσα έπεφταν και τα δάκρυά μου μέσα αλλά τη στιγμή που τα πόδια μου πάτησαν στο αχανές χωλ στο μωσαϊκό του 1970κάτι την άφησα κάτω βαριά και απελπισμένα και κοιτώντας τη λάμπα πάνω από το κεφάλι μου διαπίστωσα πως δεν είχα πού να πάω και τότε έγινε ξαφνική φωτιά στο κεφάλι αλλά αμέσως μετά ησυχία και παύση και μέσα και έξω όσο στάθηκα εκεί ένας αιώνας ήτανε
το πρώτο πράγμα που είχα στον νου μου μισήκάτι ζωή πίσω όταν μπήκα στο πρώτο παρα-ξένο σπίτι σ εκείνο τον μεγάλο δρόμο με τα μπουζουξίδικα και τα καταστήματα αθλητικών ειδών και τα πολλά αυτοκίνητα που μ ενοχλούσαν αλλά μετά δεν μ ενοχλούσαν όπως ακριβώς συνέβη δηλαδή και στο τωρινό που στην αρχή με ενοχλούσαν τα αεροπλάνα μα τώρα δεν τα ακούω ήταν να ζωγραφίσω στον τοίχο που θα αντίκρυζα όταν θα πρωτοάνοιγα τα μάτια μου δύο ηλιοτρόπια με θεσπέσια πελώρια πρασινωπά φύλλα
χρειάστηκε να ζητήσω την άδεια της ιδιοκτήτριας την πήρα κι έτσι στη γωνία απέναντι από την μπαλκονόπορτα εκεί που για λίγα λεπτά έμπαινε μέσα στο σπίτι λίγο σαλονικιώτικο φως έφτιαξα δύο γιγαντιαία ηλιοτρόπια ίσαμε το μπόι μου
έπειτα ήθελα οι φωτογραφίες μου να έχουν κορνίζες μα τα χρήματα δεν έφταναν οπότε γέμισα τον τοίχο πάνω από τον λουλουδάτο καναπέ με διαφόρων μεγεθών ζωγραφιστά ασχημόμορφα δισδιάστατα κάδρα
αργότερα αποφάσισα πως στο παράθυρο ανάμεσα στην κουζίνα και την κρεβατοκάμαρα θα ζωγράφιζα γλάρους γιατί έτσι πίστευα ότι θα έπαυαν να μοιάζουν όλα τόσο γήινα και θλιβερά
το ψυγείο το παλιό της μαμάς στο δικό μου σπίτι είχε γίνει μπλε με χρυσόψαρα κοράλια και ανεμώνες γιατί από χρόνια είχα αποφασίσει πως είμαι λίγο ψάρι κι εγώ η ίδια ευχόμουν λοιπόν πως τα χρυσόψαρα δεν ζουν μοναχά στις γυάλες και στα ενυδρεία μα και στα ψυγεία και μετά χρειάστηκε επίσης να πάρω απόφαση πως είμαι και λίγο κότα γιατί ο φόβος δεν μου επέτρεπε ν αφήσω τη δική μου γυάλα
αλλά όταν την άφησα, την άφησα για τα καλά αφού τότε είχα πού να πάω
και περι-πλανήθηκα πάρα πολύ εκεί που έχει πολλή σημασία η ζώη με αιώνιους βράχους και λίμνες και ποτάμια και γύρω γύρω θάλασσα και περπάτησα εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα στα Πομακοχώρια σκόνταφτα και μάτωνα τα γόνατά μου και έκανα λίγες φορές τον γύρο του κόσμου με ματωμένα γόνατα και δεν κλαψούριζα ούτε μια φορά και περίμενα ατέλειωτες ώρες στα παγκάκια σε εκκλησιαστικές αυλές γιατί παντού τριγύρω ήταν αθεοσκότεινα και όταν χρειαζόταν να περιμένω πιο πολύ με χάιδευα λίγο και είχα συντροφιά μου την Olympus που μου έδινε φωνή χωρίς να χρειάζεται να μιλάω και είχε ξεκινήσει η συλλογή με τα μοναχικά δέντρα μου και τα Τρίκορφα και τα Δίλοφα και τους Μούδρους και τα θεριζοαλωνιστικά στο ηλιοβασίλεμα και τα κουρτινάκια στα παράθυρα και δεν πείραζε καθόλου που η ζωή τότε δεν είχε συντεταγμένες και η σκληρή βαλίτσα μου έκανε θόρυβο πάνω στα πλακόστρωτα κι έβγαιναν όλοι στα παράθυρα να με καλωσορίσουν και μου έλεγαν "αα τι όμορφο μπλε φουστάνι" και έγινα φίλη με όλες τις εξωτικές γάτες και μιλούσα πολύ εκείνον τον καιρό και ακουγόμουν και ψάρευα και κολυμπούσα γυμνή ανέμελη και άπληστη στη δική μου παραλία δίπλα στο Αζάπικο και χάριζα τα ψάρια στους τσέχους φίλους μου και όταν χανόμουν στους χωματόδρομους πάλι δεν πείραζε έπιανα κουβέντα με τα αγριοκάτσικα και τα αγριοπρόβατα και ακούμπησα τη διέγερση και τα δάκρυά μου πάνω σε όλες τις πέτρες και όπου πατούσα πατούσα γερά και με τα δυό μου πόδια αποκλείστηκα με χιόνια και μποφόρια στη Σκύρο τους Φεβρουάριους έτρωγα αστακούς και γλυκό του κουταλιού λεμονανθό και η συλλογή πλούτιζε με πανέμορφους γάιδαρους και τις νύχτες γινόμουν ντιτζέισα για τους δυστυχείς φαντάρους και τον Γιώργο που έλεγε "μη φύγεις, μη φύγεις" κι εγώ έφευγα έφευγα και τους Μάιους γινόμουν εξωτική με μαύρα μάτια που είχαν πυρετό είχα κάνει τον γύρο της Ύδρας σαρανταδύο φορές μέχρι να βρω το σπίτι δυτικό ήταν το σπίτι με αυλή και ιδιωτικότητα και σιωπή και δέντρα και πέτρινο τοίχο ολόγυρα για την ακρίβεια πέτρα παντούπαντού αλλά όχι μαύρη εκεί μας είχα φανταστεί να ζούμε ευτυχισμένοι στον μικροπλανήτη μας εμένα να ποτίζω τα λουλούδια και να χρωματίζω γλάστρες ξυπόλητη φορώντας το λευκό φουστάνι με τα άπειρα μικροσκοπικά κουμπάκια από το στήθος μέχρι τη γάμπα κι από μέσα τα μπούτια μου να είναι μουτζουρωμένα με κάρβουνο κι εσένα να βγαίνεις με τη γενειάδα σου για να με φιλήσεις και το στόμα σου να έχει γεύση από τσιγάρο ίλιγγο και αποδοχή όπως εκείνο το Σάββατο με τις αρρυθμίες στον χαρούμενο καναπέ μπορεί να κάνω και ανεπανόρθωτο λάθος ο χρόνος θα δείξει δείχνει δηλαδή
η ματριόσκα μου είναι ίδια με της Κ. μα η δική μου έχει ψωρίαση
τη χαιδεύω κάθε νύχτα και δεν παύει να έχει ψωρίαση
ούτε εγώ
μερικές φορές όταν με χάιδευες δεν είχα
ή ήταν σαν να μην είχα
ίσως και να το ονειρεύτηκα
εσύ ονειρεύεσαι;
με ονειρεύεσαι;
δεν ξέρω αλλά ξέρω
https://www.youtube.com/watch?v=G72LtsMiHis
1 σχόλιο:
...και τα δικά μου μάτια μούσκεψαν αφού ούτε εγώ ξέρω αν ξέρω
πότε να αφήσω το όνειρο και πότε να το σβήσω
σε ένα ίδιο δωμάτιο με ξύλινο δάπεδο σχεδόν από το 1970 χωρίς κάτι
ΣΒ
Δημοσίευση σχολίου