ένα αγόρι μου χάριζε κάθε σούρουπο αγριολούλουδα και ραβασάκια με ερωτόλογα την ώρα που σέρβιρα κρέπες και μπανάνα σπλιτ και παγωτό
σ-τ-ρ-α-τ-σ-ι-α-τ-έλα
όταν μετά από καιρό συναντηθήκαμε τυχαία σε μια καφετέρια, καμώθηκα πως δεν τον ξέρω
ένα αγόρι με δάχτυλα από τον Πόντο βρήκε ένα πιάνο σ ένα άδειο θέατρο και ηχογράφησε την σπουδή No.8 του Rachmaninoff επειδή ήξερε πόσο την αγαπώ και μου χάιδευε το κόκκαλο δίπλα στους μαύρους κύκλους και αναρωτιόταν πώς γίνεται κάτι τόσο όμορφο να αντέχει να βρίσκεται τόσο κοντά σε κάτι τόσο άσχημο κι εγώ απαντούσα πως όλα γίνονται αφού ξέρεις να παίζεις την αγαπημένη μου σπουδή, και μου έλεγε είσαι όμορφη από 'δω, μα εκείνος δεν στεκόταν σε μια μεριά και συνεχώς από αλλού με κοίταζε
ένα αγόρι, που για χάρη του έγινα η Γκουνίλα χωρίς τη μοναξιά της, με ονειρευόταν με το κόκκινο υπερτέλειο τεράστιο κασκόλ μου μες στα χιόνια πριν καν το δει[!] μου έφερε να μυρίσω βασιλικό από τη Κρήτη, φυλαγμένο μέσα σε βιβλίο στη θέση ενός σελιδοδείκτη
μου διάβαζε ποιήματα του Γκόρπαμου , του Νικανόρ Πάρα και αποσπάσματα από τα Γράμματα στην Οφέλια ενώ έκοβα λάχανο ή όταν έψηνα μελιτζάνες, και τα μούσια του ήταν τόσο δυνατά και γενναία που μέχρι και ο θάνατος φοβόταν και δεν πλησίαζε
μετά η μόνη του έγνοια ήταν να του επιτρέπω να με αγαπά από μακρυά κι εγώ τότε του χάρισα ένα παγόβουνο αλλά μόνο στα λόγια
ένα αγόρι με έπλενε με αγάπη, μου έλεγε να μη φοβάμαι τίποτα, να κάνω πάντοτε αυτό που θέλω, μου μάθαινε να μη φοβάμαι το θάνατο κι εγώ του μάθαινα να μη φοβάται τη ζωή, ήθελε να πάει μαζί μου στην Ανταρκτική αλλά και στη νέα παραλία όταν φυσούσε κρύος αέρας, το δέρμα του ήταν διάφανο και πανέμορφο και είχε πόδια μπαλαρίνου με τατουάζ ολόδικά του, του χάρισα όλα μου τα δέντρα και τη Μεγάλη Χίμαιρα,
μα εγώ -η μικρή χίμαιρα- τα θαλάσσωσα, και όχι ανταρκτικώς
ένα αγόρι είχε σταματήσει το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου με τη μηχανή και τα φώτα αναμμένα, για να χορέψουμε το So long Marianne σφιχταγκαλιασμένοι, ταξίδευε τετρακόσια εκατομμύρια χιλιόμετρα για να συναντιόμαστε, μοιραζόταν μαζί μου την καρδιά του και όλα του ήταν υπέροχα και μοσχοβολιστά, η αγκαλιά του έμοιαζε με επιστροφή, και από το στόμα του έβγαινε μόνο ομορφιά
με φώναζε ζωήμου, ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου, είχε τα πιο ευγενικά φρύδια, του έδειξα τον κόσμο και ίσως γι' αυτό δεν με μίσησε για τα κακά που του προξένησα
ένα αγόρι την ημέρα εκείνη που πάντα μου φέρνει εμετό, μου χάρισε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα πονηρό γλύκισμα, και τις υπόλοιπες που μου φέρνουν λιγότερο εμετό, μου χάριζε καινούρια αυτιά και μάτια και εαυτό που να του μοιάζει
εγώ του χάρισα την Κερκίνη και τον Στρυμώνα και όλα τα Πάπιγκα μα τίποτε δεν ήταν αρκετό και μια νύχτα εκεί γύρω στα γενέθλιά μου με σκότωσε με το τόξο του, με τύλιξε με το καινούριο του προβατοκουβερτοπάπλωμα γιατί η σόμπα είχΑ χαλάσει και Μου έβαλε ν' ακούσεΕΙ Swans
ένα αγόρι που ήξερε να μαστορεύει μου χάρισε το 'εγώ και οι άλλοι', εγώ τά 'χασα γιατί ποτέ κανείς δεν μου είχε χαρίσει το 'εγώ και οι άλλοι' με τον εαυτό του μαζί, με αφιέρωση τόσο αγαπησιάρικη και μ' ένα ηλιοτρόπιο που ομόρφυνε κι άλλο τη βιβιοθήκη μου και έκανε τον πόθο μου ξανά ολοπράσινο και ολοζώντανο και χιλιοαναρριχητικό για να χαϊδεύονται, και από τότε μειώθηκαν τα λέπια, και οι γάμπες μου έγιναν γυναικείες ξανά και μπόρεσαν να σταυροποδίσουν
με ακούμπησε κοντά στο δεξί του πλευρό
κι έμεινα εκεί, αγαπημένη, μα δύσπιστη και φοβισμένη
ώσπου να πεθάνω
2 σχόλια:
Έχω πεθάνει άφοβα και δίχως καμία πίστη σε καμία γνώση. Στα κείμενά σου, θυμάμαι, διέκρινα ένα ασύμπτωτο (πώς να το πω;) ενώ σε τούτο το κενό ανάμεσα στ' ασύμπτωτα ένιωθα πως ζεις εκεί, σ' εκείνο το κενό, αλλά όχι με τρόπο που να συμπίπτεις μαζί του. Έτσι λοιπόν, αν και νεκρός, μετά από τόσα χρόνια σου ξαναγράφω, αγαπημένη Χίμαιρα!
νεκροζώντανοι όλοι αφού
Δημοσίευση σχολίου