Πέμπτη

μέσαμου




ΣΗΜΕΡΑ ΣΥΝΕΒΗ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΚΗΝΗ:
στεκόμασταν στο πίσω παράθυρο και κοι-
τάζαμε την πάνω πόλη και δεν μιλούσαμε.
Ξαφνικά ο Πεισίστρατος είπε αλλάζοντας
τη φωνή του κι ήταν σαν να μπήκε ξαφ-
νικά ένας ξένος στο δωμάτιο και είπε:
Εδιζησάμην εμεωυτόν.
Στράφηκε και μ' αγκάλιασε με βία και
μου είπε λαχανιάζοντας , με κλειστά μάτια.
- Δε μπορείς να καταλάβεις, σ' αγαπώ.
Αγαπώ εσένα και τον θάνατο. Σε μπερ-
δεύω με τον θάνατο, δε ξέρω γιατί. Όμως
μπορεί να μην είναι ο θάνατος ο ίδιος, να
είναι μονάχα μια προσδοκία ταξιδιού μαζί
σου. Μπορεί κι εσύ να μην είσαι ο ίδιος: σ'
έχω ξαναπλάσει, είσαι πλάσμα μου, σε κά-
νω ό,τι θέλω, είσαι όλος στοργή και κατά-
φαση. Κάθομαι κι ονειρεύομαι ολόκληρες
ώρες εμάς τους δυο - κι αυτή τη προσδοκία
που σου λέω. Καμμιά φορά μου φαίνεται
σαν θάνατος.Είναι μια μουσική που όσο
πάει δυναμώνει, σε ξεκουφαίνει κι ύστερα
σταματάει απότομα.
Άνοιξε τα μάτια του, ένα πελώριο σε-
λάγισμα φώτισε τις σκοτεινές του κόγχες.
Ανάσαινε γρήγορα κι άργησε να συνεχίσει
- αυτή τη φορά ο τόνος του ήταν άγριος.
- Εσένα σε μισώ. Εσένα που με κοιτάζεις έκ-
πληχτα. Και ξένα. Και ξένα.
Ξεμάκρυνε από κοντά μου.
- Τί φαντάζεσαι πως θέλω να πω; ρώτησε
με ειρωνεία.
- Δεν ξέρω.
Χαμογέλασε με δυσκολία και απάγγειλε.
- Μακρυά, μέσα σε σκιές, υπάρχει μια παρθένα
οδός ,που περιμένει το ίχνος μου.
Η ματιά του είχε μια παράκληση που γρήγορα
άλλαξε κι έγινε θλίψη.

- Δεν είμαι καλά, είπε.








Δεν υπάρχουν σχόλια: