η διαδρομή έχει διάρκεια τριών τσιγάρων - με τζούρες βαθιές
οδηγώ και μυρίζω γύρω μου μέλι και γύρη και μπορεί να εξακολουθώ να ανυπομονώ για τη νύχτα μα έχω καταφέρει να μη μ ενοχλεί ο ήλιος, ιδιαίτερα ο ήλιος στα τελευταία του, τις στιγμές εκείνες που τον κυνηγάς στη δύση και αυταπατάσαι πως ο χρόνος διαστέλλεται και όλα τα βιολετί είναι τόσο θεσπέσια κι ας μην έχω αντιληφθεί ποτέ
πώς μοιάζει η βιολέτα
δε θυμάμαι ποτέ άλλη φορά να ξεκινά το φθινόπωρο κι εγώ να έχω μέσα μου την άνοιξη και τόσο βιολετί και γύρη
με θυμάμαι να περιμένω τον οκτώβρη
πάνε αιώνες που περιμένω τον οκτώβρη
άπειρες νυχτομέρες έχω ξοδέψει για να ονειρεύομαι τον οκτώβρη
μαρία δε πειράζει -μαράκιμου- που δε ζεις τώρα, θα έρθει ο οκτώβρης και θα συμβούν όλα, θα τα ζήσεις όλα, θα τα καταφέρεις
όλα -μαράκιμου- με ζακέτα όλα είναι πιο εύκολα, τα μανίκια σε προστατεύουν, όχι όλα -μαράκιμου- μόνο εκείνα που καλύπτουν και τα δάχτυλα, με μπότες περπατάς πιο σταθερά, ξυπόλητη δεν έχεις δει καμία προκοπή, μαρία, χρειάζεσαι ζεστασιά γύρω από τον λαιμό, κασκόλ φουλάρι ενοχές σεντόνι ομφάλιο λώρο αγάπη χέρι πόθο μαλλιά ματαίωση, όπως τότε -θυμάσαι;- τυλιγμένη με οτιδήποτε και με μουσική ναι
πώς θα ήταν εφικτό άλλωστε χωρίς
θα μπορούσα να οδηγήσω
μέχρι και ενενήντα πέντε συνεχόμενα χιλιόμετρα -ξανά- χωρίς καμία στάση για ανάσατζούραανάσα
η θάλασσα με φτύνει, ο ήλιος με πονάει, γίνεσαι αλλεργική στη θαλάσσια χλωρίδα όσο γερνάς -μαράκιμου- το δέρμα μας τσούζει μαρία, τα μάτια τσούζουν κι αυτά, τα πέλματα σκίζονται, η μέση που έχει φτιαχτεί για το ανάσκελα βολεύεται μόνο στο μπρούμυτα
υπάρχει το Βουνό θυμίσου να θυμάσαι
ανάποδη από τη μήτρα μέσα ακόμη
τυλιγμένη με τον ομφάλιο λώρο
ακόμη και την ευθύνη να αντικρύσεις τον κόσμο άλλος την φορτώθηκε ήταν ωραία εκεί ήταν ζεστά και υγρά και κλειστοφοβικά και αναπαυτικά και αγκάλιαζες και χάιδευες την μεμβράνη που σε σκότωνε χωρίς να ζητά κανένα απολύτως αντάλλαγμα
ήταν αθόρυβη και διακριτική η μεμβράνη εκείνη
μα εντέλει σε ξέρασε
μάνα πήρα μέρες από τον δέκατο μήνα μάνα δεν κατάλαβες πως φοβόμουν το έξω χαμπάρι δεν πήρες εγώ ήθελα εκεί μέσα να ενηλικιωθώ
μέσα εκεί να φοβάμαι ατρόμητη δεν μ' ένιωσες τότε που με περιείχες
μέσα εκεί να ΜΗΝ παίρνω ευθύνες
ήταν ζεστά και ασφαλή τίποτε δεν κατάλαβες μάνα μου
δεν πειράζει -αλήθεια- δεν πειράζει
σου υπόσχομαι να γίνουν ενενηνταέξη
-μαράκιμου-
θα γίνουν
θα γίνουν
πίστεψε
θα γίνεις
οδηγώ και μυρίζω γύρω μου μέλι και γύρη και μπορεί να εξακολουθώ να ανυπομονώ για τη νύχτα μα έχω καταφέρει να μη μ ενοχλεί ο ήλιος, ιδιαίτερα ο ήλιος στα τελευταία του, τις στιγμές εκείνες που τον κυνηγάς στη δύση και αυταπατάσαι πως ο χρόνος διαστέλλεται και όλα τα βιολετί είναι τόσο θεσπέσια κι ας μην έχω αντιληφθεί ποτέ
πώς μοιάζει η βιολέτα
δε θυμάμαι ποτέ άλλη φορά να ξεκινά το φθινόπωρο κι εγώ να έχω μέσα μου την άνοιξη και τόσο βιολετί και γύρη
με θυμάμαι να περιμένω τον οκτώβρη
πάνε αιώνες που περιμένω τον οκτώβρη
άπειρες νυχτομέρες έχω ξοδέψει για να ονειρεύομαι τον οκτώβρη
μαρία δε πειράζει -μαράκιμου- που δε ζεις τώρα, θα έρθει ο οκτώβρης και θα συμβούν όλα, θα τα ζήσεις όλα, θα τα καταφέρεις
όλα -μαράκιμου- με ζακέτα όλα είναι πιο εύκολα, τα μανίκια σε προστατεύουν, όχι όλα -μαράκιμου- μόνο εκείνα που καλύπτουν και τα δάχτυλα, με μπότες περπατάς πιο σταθερά, ξυπόλητη δεν έχεις δει καμία προκοπή, μαρία, χρειάζεσαι ζεστασιά γύρω από τον λαιμό, κασκόλ φουλάρι ενοχές σεντόνι ομφάλιο λώρο αγάπη χέρι πόθο μαλλιά ματαίωση, όπως τότε -θυμάσαι;- τυλιγμένη με οτιδήποτε και με μουσική ναι
πώς θα ήταν εφικτό άλλωστε χωρίς
θα μπορούσα να οδηγήσω
μέχρι και ενενήντα πέντε συνεχόμενα χιλιόμετρα -ξανά- χωρίς καμία στάση για ανάσατζούραανάσα
η θάλασσα με φτύνει, ο ήλιος με πονάει, γίνεσαι αλλεργική στη θαλάσσια χλωρίδα όσο γερνάς -μαράκιμου- το δέρμα μας τσούζει μαρία, τα μάτια τσούζουν κι αυτά, τα πέλματα σκίζονται, η μέση που έχει φτιαχτεί για το ανάσκελα βολεύεται μόνο στο μπρούμυτα
υπάρχει το Βουνό θυμίσου να θυμάσαι
ανάποδη από τη μήτρα μέσα ακόμη
τυλιγμένη με τον ομφάλιο λώρο
ακόμη και την ευθύνη να αντικρύσεις τον κόσμο άλλος την φορτώθηκε ήταν ωραία εκεί ήταν ζεστά και υγρά και κλειστοφοβικά και αναπαυτικά και αγκάλιαζες και χάιδευες την μεμβράνη που σε σκότωνε χωρίς να ζητά κανένα απολύτως αντάλλαγμα
ήταν αθόρυβη και διακριτική η μεμβράνη εκείνη
μα εντέλει σε ξέρασε
μάνα πήρα μέρες από τον δέκατο μήνα μάνα δεν κατάλαβες πως φοβόμουν το έξω χαμπάρι δεν πήρες εγώ ήθελα εκεί μέσα να ενηλικιωθώ
μέσα εκεί να φοβάμαι ατρόμητη δεν μ' ένιωσες τότε που με περιείχες
μέσα εκεί να ΜΗΝ παίρνω ευθύνες
ήταν ζεστά και ασφαλή τίποτε δεν κατάλαβες μάνα μου
δεν πειράζει -αλήθεια- δεν πειράζει
σου υπόσχομαι να γίνουν ενενηνταέξη
-μαράκιμου-
θα γίνουν
θα γίνουν
πίστεψε
θα γίνεις
1 σχόλιο:
Ναί αγάπη μου
κάνε λίγη υπομονή ακόμα κι έφτασε ο Οκτώβρης
κι όλα θα συμβούν πιο εύκολα
έτσι όπως τα θές να συμβούν
Δημοσίευση σχολίου