είμαι όλες τούτες οι λέξεις, όλες τούτες οι άγνωστες, όλος τούτος ο μπουχός από λέξεις, χωρίς έδαφος να κατακάτσει, χωρίς ουρανό να διαλυθεί, που κολλάνε για να πουν, ξεκολλάνε για να πουν, πως εγώ είμαι αυτές, όλες αυτές, κι αυτές που ενώνονται, κι αυτές που χωρίζονται, κι αυτές που δε γνωρίζονται, αυτές και τίποτ’ άλλο, όχι, εντελώς άλλο, πως είμαι κάτι εντελώς άλλο, κάτι βουβό, σ’ ένα μέρος άγριο, άδειο, κλειστό, μαύρο, ξερό, παγωμένο, όπου τίποτα ποτέ δε σαλεύει, τίποτα ποτέ δε μιλάει, και πως ακούω, και πως ψάχνω, σα θηρίο σε κλουβί γεννημένο από θηρία σε κλουβί γεννημένα από θηρία σε κλουβί γεννημένα από θηρία σε κλουβί γεννημένα από θηρία σε κλουβί γεννημένα από θηρία σε κλουβί γεννημένα από θηρία σε κλουβί γεννημένα και πεθαμένα σε κλουβί από θηρία σε κλουβί γεννημένα σε κλουβί πεθαμένα σε κλουβί γεννημένα και πεθαμένα σε κλουβί γεννημένα και μετά πεθαμένα γεννημένα και μετά πεθαμένα, σα θηρίο με μια λέξη, δική τους λέξη, σαν τέτοιο θηρίο, και πως ψάχνω, σαν τέτοιο θηρίο, με τις φτωχές μου δυνάμεις, τέτοιο θηρίο, με μόνα απομεινάρια απ’ τα γνωρίσματα του είδους του το φόβο και τη λύσσα, όχι, η λύσσα πέρασε, μόνο το φόβο, απ’ όλα όσα του ’πρεπαν μόνο το φόβο, πολλαπλασιασμένο, το φόβο της σκιάς του, όχι, είναι τυφλό, γεννημένο τυφλό, του ήχου αν θέλετε, αυτά λοιπόν, είναι απαραίτητο, είναι απαραίτητο κάτι, είναι κρίμα, αλλά έτσι είναι, φόβο του ήχου, φόβο των ήχων των θηρίων, των ήχων των ανθρώπων, των ήχων της μέρας και της νύχτας, φτάνει, φόβο των ήχων, όλων των ήχων, λίγο-πολύ όλων, λίγο-πολύ φόβος, όλων των ήχων, δεν είναι πολλοί, ένας είναι, αδιάκοπος, μέρα-νύχτα, τι είναι, είναι βήματα που πάνε κι έρχονται, είναι φωνές που μιλάνε για λίγο, είναι σώματα που ψάχνουν ένα δρόμο, είναι ο αέρας είναι τα πράγματα, είναι ο αέρας ανάμεσα στα πράγματα, φτάνει, πως ψάχνω, όπως αυτό, όχι, όχι όπως αυτό, όπως εγώ, με το δικό μου τρόπο, τι λέω, με το δικό μου τρόπο, πως ψάχνω, τι ψάχνω τώρα, ψάχνω να βρω τι ψάχνω, ψάχνω να βρω τι είναι, αυτό πρέπει να ’ναι, τι άλλο μπορεί να ’ναι, να βρω τι είναι, τι μπορεί να ’ναι, αυτό που ψάχνω, όχι, αυτό που ακούω, δεν ξέρω, δε μου ’ρχεται, ναι, τώρα μου ’ρχεται, όλα μου ’ρχονται, ψάχνω, ακούω να λένε πως ψάχνω να βρω τι μπορεί να ’ναι αυτό που ακούω, τώρα μου ’ρθε, τι μπορεί να ’ναι, κι από πού μπορεί να μου ’ρθε, αφού εδώ είναι όλα σιωπηλά, και οι τοίχοι είναι χοντροί, και πώς καταφέρνω, χωρίς να νιώθω αυτί, ούτε κεφάλι, ούτε σώμα, ούτε ψυχή, πώς καταφέρνω, τι καταφέρνω, να μην καταφέρνω τίποτα, πώς καταφέρνω, δεν είναι σαφές, όπα, είπες πως δεν είναι σαφές, κάτι λείπει για να γίνει σαφές, θα ψάξω να το βρω, θα ψάξω να βρω αυτό που λείπει, για να γίνουν όλα σαφή, όλο κάτι ψάχνω να βρω, καταντάει κουραστικό εντέλει, κι είμαστε ακόμα στην αρχή…
το συγκλονιστικό κείμενο είναι από τον Ακατονόμαστο του Samuel Beckett, και θα το απολαύσετε εδώ:
anonymous, ευχαριστώ θερμά για την άδεια αναδημοσίευσης.
6 σχόλια:
Ως προς την «άδεια αναδημοσίευσης» πρόσθεσα ένα «επεξηγηματικό» σχόλιο κάτω από την αίτησή σας!
–δικό σας είναι το σχέδιο; ..εσάς απεικονίζει;
εύχομαι να εκμεταλλεύεστε την δυνατότητα, και να μη τις έχετε πραγματικά ανάγκη (τις αναρρωτικές).
δικό μου είναι, θα μπορούσε να απεικονίζει καί εμένα, τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι να αναπτύσσομαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε μια τετράγωνη άβολη μήτρα στην οποία μετά βίας χωράω, και αντιστέκομαι μανιωδώς να μην πάρει το κορμί μου το σχήμα της, ένας πολύ καλός μου φίλος επιμένει πως δεν μου ταιριάζει το τετράγωνο : ).
έψαχνα κείμενο να συνοδεύσει το σκίτσο, και ορθώς (νομίζω) κατευθύνθηκα στον Μπέκετ. θα σπεύσω να διαβάσω τον Ακατονόμαστο, με την πρώτη ευκαιρία. ευχαριστώ ξανά.
πηγή κειμένου: #
Ενώ ο χώρος δίχως το χρόνο κι ο χρόνος δίχως το χώρο, δεν υπάρχουν παρά μόνο ως οι όψεις του ίδιου νομίσματος (εκ του νομίζω) κι επειδή η όραση, μέσω της οποίας νοείται ο χώρος, ίσως ως η πιο νεαρή των αισθήσεων, θεωρείται από τους γέρους ιδεαλιστές μια κίβδηλη και εφήμερη διάσταση που οφείλει, ως νεαρή που είναι, «να τιμά» τις γέρικες αλλά τυφλές χρονο-διαστάσεις, όπως στις δέκα εντολές το «πρέπον» είναι να τιμώνται μόνο ο πατέρας και η μητέρα (οι εξ-ουσιαστές) και όχι τα παιδιά (οι εξουσιαζόμενοι), έτσι, μόνο μέσω του γέρο-χρόνου θεωρείται πως μπορούμε να συνομιλούμε ανθρώπινα όσο και δια-χρονικά, με τον Μπέκετ, τη Σαπφώ, τη Χίμαιρα, μεταξύ μας ή με όντα του μέλλοντος (οι μάντεις που προφητεύουν τα μελλούμενα, είναι ανέκαθεν γέροι και τυφλοί), και μόνο στο μέλλον (δλδ στον χρόνο) μπορούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας προκειμένου να «λάβουν χώρα» τα οράματά μας. Έτσι, ο καημένος ο χώρος ενώ είναι απείρως δια-χωρικός, όσο είναι ο χρόνος δια-χρονικός, κι ενώ χώρος και χρόνος δεν δια-χωρίζονται, το «εδώ και τώρα» θεωρείται ένα φευγαλέο ψέμα το οποίο βρίσκεται αιωνίως υπό διωγμό, από έναν χρόνο που τοκίζει τη ζωή. … Έτσι, ο καημένος ο χώρος… ο σφαιρικός όσο κι ο χρόνος, δεν αποτελεί παρά μόνο εκείνο το τετράγωνο κελί (μια τετράγωνη άβολη μήτρα) που όλοι εγκιβωτιζόμαστε.
Μην ανησυχείς όμως αγαπητή Χίμαιρα. Αν έχουν καταφέρει ένα πράγμα ν’ αποδείξουν οι ανέραστες αποφύσεις με τη γελοία επιστήμη τους, είναι πως ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται, και κατ’ επέκταση η σφαίρα, δεν εγκιβωτίζεται!
:)
έχει τεράστιο ενδιαφέρον η αναφορά σας στην τρίτη διάσταση, αισθάνομαι ξανά -σχεδόν- ζωντανή!
και θυμάμαι ξανά το αίσθημα της αγωνίας της επιθυμίας του αλλού και άλλοτε, όχι με νοσταλγία.
[από τον ενθουσιασμό μου την ημέρα της ανάρτησης, δεν πρόσεξα την πηγή που είχατε παραθέσει, με συγχωρείτε.]
Αν το «με συγχωρείτε» αναφέρεται σε μένα, δεν ήμουν ο ανώνυμος που παράθεσε την πηγή στο σχόλιο της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 - 4:23 μ.μ.
Όσο για το «αλλού και άλλοτε», για εκείνες τις μνήμες που έρχονται τόσο από τα «αλλού» του παρελθόντος όσο και από ‘κείνα του μέλλοντος, έρχονται πάντα «εδώ και τώρα». Η πύλη μέσω της οποίας τα πάντα δύνανται να διαφύγουν της λήθης, είναι μόνο το παρόν (το διαρκές τώρα) και μόνο στο πανταχού εδώ. Η επαλήθευση τόσο της ύπαρξης του παρελθόντος όσο και αυτής του μέλλοντος, δύναται να λαμβάνει χώρα μόνο επί του παρόντος. Αν το παρόν εκλείψει, δεν γεννάται λόγος, δεν γεννάται τίποτα.
Λήθη, σημαίνει το μη παρόν και το πουθενά των αντικειμένων της, ενώ α-λήθεια, σημαίνει το διαρκές παρόν και το πανταχού των δικών της αντικειμένων. Η φρίκη του πολιτισμού μας, συνίσταται στο ότι καταφέρνει να πορεύεται στη λήθη: εκκολάπτει και γεννά το βίωμα της λήθης μέσα σ’ αυτή την άβολη (και άγονη) μήτρα της επινόησης του εγκιβωτισμού της σφαίρας. Το θαύμα και η υπέρβαση αυτής της φρίκης, συνίσταται στη συνειδητή και βιωματική αλήθεια πως παρά την παντοδυναμία του πολιτισμού της φρίκης, ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται: η σφαίρα δεν εγκιβωτίζεται.
Δεν είναι αγώνας η α-ληθινή ζωή (δεν αγωνίζεται ο κύκλος να μην τετραγωνιστεί). Είναι ερωτικό λίκνισμα κάτω από τ’ άστρα με τη γεύση των φρούτων στα ζεύγη φτερωτών χειλιών (μια γεύση που δεν φορολογείται από ανέραστα κτήνη ).
Δημοσίευση σχολίου