Λίγους μήνες μόνο μετά, αρχίσαμε να φτιάχνουμε «Σημεία Τίποτα» στο διαμέρισμα, στα οποία κάποιος θα μπορούσε να έχει απόλυτη απομόνωση, συμφωνήσαμε ότι δεν θα κοιτούσαμε ποτέ τις σημαδεμένες ζώνες, ότι θα ήταν αφανείς περιοχές μέσα στο διαμέρισμα όπου κάποιος θα μπορούσε προσωρινά να παύει να υπάρχει, η πρώτη ήταν στο υπνοδωμάτιο, στα πόδια του κρεβατιού, τη σημαδέψαμε με κόκκινη ταινία πάνω στο χαλί κι ήταν όσο μεγάλη χρειαζόταν για να σταθεί κανείς όρθιος, ήταν καλό μέρος για να εξαφανιστείς, ξέραμε ότι ήταν εκεί αλλά δεν το κοιτάζαμε ποτέ, πήγε τόσο καλά που αποφασίσαμε να φτιάξουμε ένα Σημείο Τίποτα στο καθιστικό, φαινόταν απαραίτητο, γιατί υπάρχουν στιγμές που κάποιος έχει ανάγκη να εξαφανιστεί, κάναμε αυτή τη ζώνη ελαφρώς μεγαλύτερη ώστε να μπορεί όποιος από μας ήθελε να ξαπλώνει μέσα της, ήταν κανόνας να μη κοιτάμε ποτέ αυτόν τον τετράγωνο χώρο, δεν υπήρχε, κι όταν ήσουν μέσα του ούτε εσύ υπήρχες, για λίγο αυτό ήταν αρκετό, αλλά μόνο για λίγο
[…]
η πλευρά της πόρτας που έβλεπε στον ξενώνα ήταν Σημείο Τίποτα, η πλευρά που έβλεπε στο διάδρομο ήταν Κάτι, το πόμολο που τις συνέδεε δεν ήταν ούτε Τίποτα ούτε Κάτι.
Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν Τίποτα, ακόμη κι οι φωτογραφίες έχουν ανάγκη να εξαφανίζονται, ειδικά οι φωτογραφίες, αλλά ο ίδιος ο διάδρομος ήταν Κάτι, η μπανιέρα ήταν Τίποτα, το νερό ήταν Κάτι, οι τρίχες στα κορμιά μας ήταν Τίποτα, φυσικά, αλλά όταν μαζεύονταν στην τρύπα ήταν Κάτι, προσπαθούσαμε να κάνουμε τις ζωές μας πιο εύκολες, προσπαθούσαμε, με όλους μας τους κανόνες, να κάνουμε τη ζωή πιο υποφερτή. Μα άρχισε να εκδηλώνεται μια τριβή ανάμεσα στο Τίποτα και στο Κάτι, το πρωί ένα Τίποτα βάζο έριχνε μια Κάτι σκιά, σαν την ανάμνηση κάποιου που έχεις χάσει, τι μπορείς να κάνεις, τη νύχτα το Τίποτα φως του ξενώνα περνούσε κάτω από την Τίποτα πόρτα και λέκιαζε τον Κάτι διάδρομο, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις.
Έγινε δύσκολο να περνάς από Κάτι σε Κάτι χωρίς να διασχίσεις κατά λάθος το Τίποτα κι όταν Κάτι –ένα κλειδί, ένα στυλό, ένα ρολόι- ξεχνιόταν κατά λάθος σ’ ένα σημείο Τίποτα, δεν μπορούσε ποτέ ξανά ν’ ανακτηθεί, αυτός ήταν ένας άρρητος κανόνας, όπως σχεδόν όλοι οι κανόνες μας.
[…]
«Αυτό είναι Κάτι», αποφασίσαμε.
«Αυτό είναι Τίποτα».
«Κάτι».
«Κάτι».
«Τίποτα».
«Κάτι».
«Τίποτα».
«Τίποτα».
Όλα είχαν καθοριστεί για πάντα, αποδώ και πέρα θα υπήρχε μόνο γαλήνη κι ευτυχία, μόλις χθες το βράδυ, το τελευταίο μας βράδυ μαζί, αναδύθηκε τελικά το αναπόφευκτο ερώτημα, της είπα, «Κάτι» σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια μου και μετά σηκώνοντάς τα σαν νυφικό πέπλο. «Πρέπει να είμαστε». Ήξερα όμως, στην πιο προστατευμένη γωνιά της καρδιάς μου, την αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου