Τετάρτη

Kομματιασμένες εικόνες σε τσαλακωμένο πλαίσιο.

"Η περιπέτεια ενός φωτογράφου:
Ο Αντονίνο Παράτζι δεν ακολουθεί τη συνήθεια να φωτογραφίζει όταν πηγαίνει π.χ. εκδρομές· δεν τον ενδιαφέρει η εμπειρία τού ν’ αποκτήσει την αίσθηση του αμετάκλητου γεγονότος, που υπήρξε πραγματικά και δεν είναι πια δυνατόν ν’ αμφισβητηθεί από κανέναν. (…) Στη μανία των πρωτάρηδων γονιών να φωτογραφίζουν τους απογόνους για να τους ακινητοποιήσουν σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ή σε μια έγχρωμη διαφάνεια, ο μη φωτογράφος και μη γονιός Αντονίνο έβλεπε την πρώτη φάση μιας πορείας προς την τρέλα, που άρχιζε μέσα από εκείνο το μαύρο κουτί.
Παρόλη αυτή την αρχική του τοποθέτηση, η καθημερινότητα και η εισβολή της μηχανής στη ζωή μας τον σπρώχνει ν’ αλλάξει σιγά-σιγά στάση. Αρχικά, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τις καλές του υπηρεσίες σε όποιον ξένο τον παρακαλεί να πιέσει απλώς το κουμπί για να βγει μια αναμνηστική φωτογραφία. Η συμμετοχή του τον ωθεί στο να κάνει διάφορες παρατηρήσεις και να διατυπώνει διάφορες θεωρίες οι οποίες εξελίσσονται σ’ όλη τη διάρκεια του διηγήματος:
Η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα που φωτογραφίζουμε, γιατί μας φαίνεται ωραία, και ανάμεσα στην πραγματικότητα που μας φαίνεται ωραία επειδή τη φωτογραφίσαμε, είναι ελάχιστη (…) Αρκεί να αρχίσετε να λέτε για κάθε πράγμα: «Α, τι όμορφο που είναι, πρέπει να το φωτογραφίσω!» και ήδη έχετε φτάσει στο επίπεδο του ανθρώπου που σκέφτεται ότι όλα όσα δεν έχουν φωτογραφηθεί χάνονται, σα να μην υπήρξαν ποτέ, και άρα, ότι για να ζει κανείς πραγματικά, πρέπει να φωτογραφίζει όσο περισσότερα πράγματα μπορεί.
Και:
Τι σας σπρώχνει, κορίτσια, να αποσπάσετε από τη ροή της ημέρας που ζείτε, σα να’ ναι φέτες, αυτά τα χρονικά διαστήματα που κρατούν μονάχα ένα δευτερόλεπτο; Όταν παίζετε με τη μπάλα, ζείτε στο παρόν· όταν όμως η ιδέα της φωτογραφίας επεμβαίνει και κρύβεται πίσω από κάθε κίνησή σας, δεν σας απασχολεί πια η χαρά του παιχνιδιού, αλλά η προβολή του στο μέλλον, η αγωνία να μπορέσετε να βρεθείτε μετά από 20 χρόνια, μ’ ένα κιτρινισμένο χαρτονάκι στα χέρια κλπ.
Ο Αντονίνο καταλήγει ότι οι άνθρωποι πρέπει να επιστρέψουν στα ποζαρισμένα πορτρέτα· αγοράζει μια παλιά φωτογραφική μηχανή και:
Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, εξηγούσε στις δυο φίλες. Ν’ ανακαλύψουμε ξανά τον τρόπο με τον οποίο έπαιρναν πόζα οι παππούδες μας, τις συμβατικές τους στάσεις, να ξαναβρούμε την κοινωνική τους σημασία, τα ήθη, τα γούστα, την κουλτούρα τους. Έτσι, βάλθηκε να σκηνοθετεί και να φωτογραφίζει αλλεπάλληλα τις δυο φίλες του, γιατί έψαχνε τη μοναδική φωτογραφία, τη φωτογραφία που θα περιλάμβανε μέσα της όλες τις άλλες. Όμως, όχι· και πάλι υπήρχαν πολλές πιθανές φωτογραφίες της Μπίτσε και πολλές Μπίτσε που ήταν αδύνατον να φωτογραφηθούν. (…) Ήταν κι αυτός ένας που απλά παρακολουθεί τη ζωή που δραπετεύει, ένας κυνηγός του άπιαστου, όπως χιλιάδες άνθρωποι που βγάζουν στιγμιαίες φωτογραφίες.
Έπρεπε να ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο. Να προσπαθήσει να φτιάξει ένα πορτρέτο εντελώς επιφανειακό, εύκολο και μονοσήμαντο, που να μην ξεφεύγει από τη στερεότυπη, συμβατική όψη μιας μάσκας.
Η περιπέτεια λοιπόν συνεχίζεται, με τον Αντονίνο να ψάχνει να βρει τη μια και μοναδική στάση της Μπίτσε… το πάθος του τον οδηγεί (πέρα από τη σύναψη σχέσης με την …Μπίτσε), στο να φωτογραφίζει οτιδήποτε, ακόμα και την απουσία της Μπίτσε. Του ήρθε η ιδέα να συνθέσει έναν κατάλογο με ό, τι συνήθως μένει έξω από το οπτικό πεδίο όχι μόνο των φωτογραφικών μηχανών αλλά και των ανθρώπων.(…) Μια μέρα άρχισε να κάνει κομματάκια τις φωτογραφίες της Μπίτσε ή χωρίς την Μπίτσε, όλες τις φωτογραφίες που το πάθος του είχε συσσωρεύσει μήνες τώρα, να ξεσκίζει τα δοκιμαστικά που κρατούσε κρεμασμένα στον τοίχο, να κόβει με το ψαλίδι τα αρνητικά, να καταστρέφει τις διαφάνειες.
Ίσως η πραγματικά αληθινή φωτογραφία, σκέφτηκε, να είναι ένας σωρός από κομματιασμένες εικόνες ιδιωτικής ζωής πάνω σε ένα τσαλακωμένο πλαίσιο.
Τέλος, (…) Ο μόνος δρόμος που του απόμενε ήταν να φωτογραφίζει φωτογραφίες.
"


Οι δύσκολοι έρωτες, Ίταλο Καλβίνο



η φωτογραφία είναι του Codrin Lupei

Δεν υπάρχουν σχόλια: